-
1 ученик
ο μαθητήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ученик
-
2 школьник
ο μαθητήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > школьник
-
3 ученик
-
4 ученица
ж; м - ученикη μαθήτρια -
5 школьник
-
6 школьница
ж; м - школьникη μαθήτρια -
7 ученица
учен||ицаж ἡ μαθήτρια. -
8 школьница
школьн||ицаж ἡ μαθήτρια. -
9 ученица
[ουτσινίτσα] ουσ. θ. μαθήτρια -
10 школьница
[σκόλ'νιτσα] ουσ. θ. μαθήτρια -
11 ученица
[ουτσινίτσα] ουσ θ μαθήτρια -
12 школьница
[σκόλ'νιτσα] ουσ θ μαθήτρια -
13 круглый
επ., βρ: кругл, кругла, кругло;1. στρογγυλός•круглый стол στρογγυλό τραπέζι•
-ая шляпа στρογγυλό καπέλο.
|| πλήρης, γεμάτος• χοντρός•круглый мужчина γεμάτος άντρας•
-ое лицо στρόγγυλο πρόσωπο.
2. ολόκληρος, όλος•круглый год ολόκληρος χρόνος (ολοχρονίς)•
круглый день ολόκληρη μέρα (ολημερίς)•
-ые сутки ολόκληρο εικοσιτετράωρο.
3. πλήρης• μεγάλης ολκής•-дурак πέρα για πέρα βλάκας•
-ое, невежество πλήρης αμάθεια (αγραμματοσύνη).
εκφρ.отличный-ая отличница – άριστος μαθητής, άριστη μαθήτρια• --ая сироте ορφανός από πατέρα και μάνα•-ая сумма; -ое состояние – μεγάλο (σεβαστό) ποσό•круглый счёт; -ые цифры – στρόγγυλος λογαριασμός, στρόγγυλοι αριθμοί (χωρίς δεκαδικούς)•за -ым столом – στο στρογγυλό τραπέζι (με ίσα δικαιώματα)•делать -ые глаза – γουρλώνω τα μάτια(παραξενεύομαι, θαυμάζω)•учиться на -ые пятёрки – μαθαίνω άριστα (όλο πεντάρια). -
14 пятёрочник
-а α.-ца, -ы θ.άριστος μαθητής, άριστη μαθήτρια.
См. также в других словарях:
μαθητρία — μαθητρίᾱ , μαθήτρια fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθήτρια — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθήτρια — η (AM μαθήτρια) βλ. μαθητής … Dictionary of Greek
μαθητρίας — μαθητρίᾱς , μαθήτρια fem acc pl μαθητρίᾱς , μαθήτρια fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθητριῶν — μαθήτρια fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθητρίαις — μαθήτρια fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθήτριαι — μαθήτρια fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθήτριαν — μαθήτρια fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθητής — ο, θηλ. μαθήτρια (AM μαθητής, θηλ. μαθήτρια Α θηλ. και μαθητρίς, δωρ. τ. αρσ. μαθετάς) [μαθαίνω] 1. αυτός που διδάσκεται, αυτός που μαθαίνει από κάποιον γράμματα ή τέχνη (α. «τῆς Ἑλλάδος μαθητὴς γένοιτο», Ηρόδ. β. «τὰς τέχνας μαθητρίας γενομένας… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Despina Vandi — Δέσποινα Βανδή Vandi performing at BOOM in Thessaloniki on 24 March 2007. Background information Birth name Despina M … Wikipedia